Ὁ ὅσιος Σέργιος τοῦ Ραντονέζ (1314-1392) ντυνόταν πάντοτε φτωχικά. Γι’ αὐτό δέν τόν ἀναγνώριζαν οἱ ἐπισκέπτες.
Οἱ ἀδελφοί τοῦ ἀπάντησαν:
- Αὐτός πού εἶδες στόν κῆπο εἶναι ὁ ὅσιος πατέρας μας.
Ὁ χωρικός ἔμεινε ἀπαρηγόρητος. Στενοχωρήθηκε τόσο, πού ὅταν ὁ ὅσιος γύρισε ἀπό τόν κῆπο καί μπῆκε στό μοναστήρι, ἔστρεψε ἀλλοῦ τό πρόσωπό του, γιά νά μήν κοιτάξει.
Ἐπειδή ὅμως συμπάθησε τόν ἁπλοϊκό χωρικό, τόν κάλεσε κοντά του, τοῦ πρόσφερε φαγητό καί τοῦ εἶπε χαρούμενα:
- Μή λυπᾶσαι, ἀδελφέ. Σέ λίγο θ’ ἀντικρύσεις αὐτόν πού τόσο πολύ ἐπιθυμεῖς νά δεῖς.
Κάποιος
χωρικός ἀπό ἕνα μακρινό χωριό ἄκουγε πολλά γιά τόν ὅσιο. Ἐπιθύμησε
λοιπόν νά τόν δεῖ. Ἦρθε στή μονή καί ἄρχισε νά ρωτᾶ, ποῦ θά τόν
συναντοῦσε. Τοῦ εἶπαν ὅτι βρισκόταν στόν κῆπο. Πῆγε στόν κῆπο καί εἶδε
ἕναν ἁπλό μοναχό, ντυμένο μ’ ἕνα ροῦχο γεμάτο μπαλώματα, νά σκάβει τή
γῆ. Ὁ χωρικός σκέφτηκε ὅτι τοῦ εἶπαν ψέμματα. Περίμενε νά δεῖ ἕνα
λαμπροφορεμένο ἡγούμενο μέσα σέ δόξα καί τιμή.
Γύρισε λοιπόν στό μοναστήρι καί ἄρχισε νά παρακαλεῖ:
- Πέστε μου, ποῦ εἶναι ὁ γέροντας; Ἦρθα ἀπό πολύ μακριά καί θέλω νά τόν δῶ καί νά πάρω τήν εὐχή του.
- Πέστε μου, ποῦ εἶναι ὁ γέροντας; Ἦρθα ἀπό πολύ μακριά καί θέλω νά τόν δῶ καί νά πάρω τήν εὐχή του.
Οἱ ἀδελφοί τοῦ ἀπάντησαν:
- Αὐτός πού εἶδες στόν κῆπο εἶναι ὁ ὅσιος πατέρας μας.
Ὁ χωρικός ἔμεινε ἀπαρηγόρητος. Στενοχωρήθηκε τόσο, πού ὅταν ὁ ὅσιος γύρισε ἀπό τόν κῆπο καί μπῆκε στό μοναστήρι, ἔστρεψε ἀλλοῦ τό πρόσωπό του, γιά νά μήν κοιτάξει.
«Τόσους
κόπους ἔκανα καί ἦρθα ἐδῶ» συλλογιζόταν, «γιά νά δῶ ἕναν ἔνδοξο προφήτη
καί τώρα βλέπω ἕνα φτωχό καί κακοντυμένο μοναχό…».
Ὁ
φωτισμένος ὅσιος διάβασε τούς λογισμούς τοῦ χωρικοῦ καί ὁλόψυχα
εὐχαρίστησε τόν Κύριο, γιατί ὅσο ὁ φιλόδοξος χαίρεται στίς τιμές καί
στούς ἐπαίνους τόσο ὁ ταπεινός χαίρεται στίς θλίψεις καί στούς
ἐξευτελισμούς.
Ἐπειδή ὅμως συμπάθησε τόν ἁπλοϊκό χωρικό, τόν κάλεσε κοντά του, τοῦ πρόσφερε φαγητό καί τοῦ εἶπε χαρούμενα:
- Μή λυπᾶσαι, ἀδελφέ. Σέ λίγο θ’ ἀντικρύσεις αὐτόν πού τόσο πολύ ἐπιθυμεῖς νά δεῖς.
Μόλις ὁ μακάριος εἶπε τά λόγια αὐτά, ἦρθε ἀγγελιαφόρος καί ἀνήγγειλε
τήν ἄφιξη τοῦ πρίγκιπα τῆς χώρας. Ὁ ὅσιος σηκώθηκε καί βγῆκε νά
ὑποδεχτεῖ τόν ἐπίσημο ἐπισκέπτη, πού ἦρθε μέ μία μεγάλη συνοδεία
ἀξιωματούχων. Ὁ ἡγεμόνας, βλέποντας τόν ἡγούμενο ἔβαλε ἀπό μακριά
ἐδαφιαία μετάνοια. Ζητώντας ταπεινά τήν εὐλογία του. Ὁ ὅσιος τόν
εὐλόγησε καί μέ τιμή τόν ὁδήγησε στό ἐσωτερικό τῆς μονῆς. Κάθησαν ὁ ἕνας
δίπλα στόν ἄλλο καί ἄρχισαν νά συζητοῦν, ἐνῶ ὅλοι οἱ συνοδοί ἔμειναν
ὄρθιοι!
Ὁ χωρικός δέν μποροῦσε νά πιστέψει στά μάτια του. Αὐτός πού μέ τόσο σεβασμό προσκύνησε ὁ πρίγκιπας ἦταν ὁ μοναχός τόν ὁποῖο ὁ ἴδιος περιφρόνησε καί δέν ἤθελε ν’ ἀντικρύσει;
- Μή λυπᾶσαι! Νά χαίρεσαι γιατί εἶσαι ὁ μόνος πού σκέφτηκες σωστά γιά μένα. Οἱ ἄλλοι πλανῶνται νομίζοντας ὅτι εἶμαι κανένα σπουδαῖο πρόσωπο.
Ὁ ὅσιος εὐχαριστήθηκε περισσότερο γιά τήν περιφρόνηση τοῦ χωρικοῦ παρά γιά τίς τιμές τοῦ ἄρχοντα. Ὁ χωρικός πάλι, τόσο ἐντυπωσιάστηκε ἀπό τό ταπεινό φρόνημα τοῦ ὁσίου, πού λίγο ἀργότερα ἦρθε ξανά στό μοναστήρι καί ἔγινε μοναχός.
Tέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!
Ὁ χωρικός δέν μποροῦσε νά πιστέψει στά μάτια του. Αὐτός πού μέ τόσο σεβασμό προσκύνησε ὁ πρίγκιπας ἦταν ὁ μοναχός τόν ὁποῖο ὁ ἴδιος περιφρόνησε καί δέν ἤθελε ν’ ἀντικρύσει;
Δειλά ρώτησε κάποιον:
- Ἀδελφέ, ποιός εἶναι αὐτός πού κάθεται πλάϊ στόν πρίγκιπα;
- Δέν τόν γνωρίζεις; Εἶναι ὁ ἡγούμενος Σέργιος.
- Πραγματικά τυφλώθηκα καί δέν ἀναγνώρισα τόν γέροντα!
- Ἀδελφέ, ποιός εἶναι αὐτός πού κάθεται πλάϊ στόν πρίγκιπα;
- Δέν τόν γνωρίζεις; Εἶναι ὁ ἡγούμενος Σέργιος.
- Πραγματικά τυφλώθηκα καί δέν ἀναγνώρισα τόν γέροντα!
Κακολογοῦσε τόν ἑαυτό του ὁ χωρικός.
Πλησίασε ἀργότερα γεμάτος ντροπή τόν ὅσιο καί προσκυνώντας τον, ζήτησε συγγνώμη γιά τήν προηγούμενη στάση του. Ἐκεῖνος τόν ἐνθάρρυνε:
Πλησίασε ἀργότερα γεμάτος ντροπή τόν ὅσιο καί προσκυνώντας τον, ζήτησε συγγνώμη γιά τήν προηγούμενη στάση του. Ἐκεῖνος τόν ἐνθάρρυνε:
- Μή λυπᾶσαι! Νά χαίρεσαι γιατί εἶσαι ὁ μόνος πού σκέφτηκες σωστά γιά μένα. Οἱ ἄλλοι πλανῶνται νομίζοντας ὅτι εἶμαι κανένα σπουδαῖο πρόσωπο.
Ὁ ὅσιος εὐχαριστήθηκε περισσότερο γιά τήν περιφρόνηση τοῦ χωρικοῦ παρά γιά τίς τιμές τοῦ ἄρχοντα. Ὁ χωρικός πάλι, τόσο ἐντυπωσιάστηκε ἀπό τό ταπεινό φρόνημα τοῦ ὁσίου, πού λίγο ἀργότερα ἦρθε ξανά στό μοναστήρι καί ἔγινε μοναχός.
Tέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!
Από τό βιβλίο «ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΥΧΟΙ»ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
Πηγη: http://proskynitis.blogspot.gr/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου